HEGEMONICAL - ορισμός. Τι είναι το HEGEMONICAL
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι HEGEMONICAL - ορισμός


Hegemonical      
·adj Leading; controlling; ruling; predominant.
Hegemonic         
  • Thebes]], 371–362 BC
  • largest empire]] in history.
  • theoretician]] of [[cultural hegemony]]
  • The League of Corinth hegemony: the [[Kingdom of Macedonia]] (362 BC) (red) and the [[Corinthian League]] (yellow)
  • A pie chart showing global military expenditures by country for 2019, in US$ billions, according to SIPRI.
  • The Soviet Union and the United States dominated world affairs during the [[Cold War]]
  • archive-date=2010-03-28 }}</ref>
  • The [[Roman Empire]] at its greatest extent, 117 AD
POLITICAL, ECONOMIC OR MILITARY PREDOMINANCE OF ONE STATE OVER OTHER STATES
Hegemonism; Hegemon; Hegemonic; Hegemons; Hegemonial; Hegemnity; Ἡγεμονία; Hēgemonía; Hegemonies; Hegemonist; Hegemonics; Hedgemony; Hedgemon; Dominance over the Earth
·adj ·Alt. of Hegemonical.
hegemony         
  • Thebes]], 371–362 BC
  • largest empire]] in history.
  • theoretician]] of [[cultural hegemony]]
  • The League of Corinth hegemony: the [[Kingdom of Macedonia]] (362 BC) (red) and the [[Corinthian League]] (yellow)
  • A pie chart showing global military expenditures by country for 2019, in US$ billions, according to SIPRI.
  • The Soviet Union and the United States dominated world affairs during the [[Cold War]]
  • archive-date=2010-03-28 }}</ref>
  • The [[Roman Empire]] at its greatest extent, 117 AD
POLITICAL, ECONOMIC OR MILITARY PREDOMINANCE OF ONE STATE OVER OTHER STATES
Hegemonism; Hegemon; Hegemonic; Hegemons; Hegemonial; Hegemnity; Ἡγεμονία; Hēgemonía; Hegemonies; Hegemonist; Hegemonics; Hedgemony; Hedgemon; Dominance over the Earth
Hegemony is a situation in which one country, organization, or group has more power, control, or importance than others. (FORMAL)
N-UNCOUNT